9 And when he had opened the fifth seal, I saw under the altar the souls of them that were slain for the word of God, and for the testimony which they held:
10 And they cried with a loud voice, saying, How long, O Lord, holy and true, dost thou not judge and avenge our blood on them that dwell on the earth?
11 And white robes were given unto every one of them; and it was said unto them, that they should rest yet for a little season, until their fellowservants also and their brethren, that should be killed as they were, should be fulfilled.
1Αύται δε είναι αι γενεαί του Ααρών και του Μωϋσέως, την ημέραν καθ' ην ελάλησεν ο Κύριος προς τον Μωϋσήν επί του όρους Σινά.
2Και ταύτα είναι τα ονόματα των υιών του Ααρών· Ναδάβ ο πρωτότοκος και Αβιούδ, Ελεάζαρ και Ιθάμαρ.
3Ταύτα είναι τα ονόματα των υιών του Ααρών, των ιερέων των κεχρισμένων, οίτινες καθιερώθησαν διά να ιερατεύωσιν.
4Απέθανε δε ο Ναδάβ και ο Αβιούδ ενώπιον του Κυρίου, ενώ προσέφερον πυρ ξένον ενώπιον του Κυρίου εν τη ερήμω Σινά, και τέκνα δεν είχον· και ιεράτευσεν ο Ελεάζαρ και ο Ιθάμαρ ενώπιον Ααρών του πατρός αυτών.
5Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν, λέγων,
6Φέρε την φυλήν του Λευΐ και παράστησον αυτούς έμπροσθεν Ααρών του ιερέως, διά να υπηρετώσιν εις αυτόν.
7Και θέλουσι φυλάττει τας φυλακάς αυτού και τας φυλακάς πάσης της συναγωγής έμπροσθεν της σκηνής του μαρτυρίου, εκτελούντες τας υπηρεσίας της σκηνής.
8Και θέλουσι φυλάττει πάντα τα σκεύη της σκηνής του μαρτυρίου και τας φυλακάς των υιών Ισραήλ, εκτελούντες τας υπηρεσίας της σκηνής.
9Και θέλεις δώσει τους Λευΐτας εις τον Ααρών και εις τους υιούς αυτού· ούτοι είναι δεδομένοι δώρον εις αυτόν εκ των υιών Ισραήλ.
10Τον δε Ααρών και τους υιούς αυτού θέλεις καταστήσει εις το να εκτελώσι τα της ιερατείας αυτών· όστις δε ξένος πλησιάση θέλει θανατόνεσθαι.
11Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν, λέγων,
12Ιδού, εγώ έλαβον τους Λευΐτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ, αντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν εκ των υιών Ισραήλ· και θέλουσιν είσθαι οι Λευΐται εμού.
13Διότι παν πρωτότοκον είναι εμού· επειδή καθ' ην ημέραν επάταξα παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου, ηγίασα εις εμαυτόν παν πρωτότοκον εν τω Ισραήλ, από ανθρώπου έως κτήνους· εμού θέλουσιν είσθαι. Εγώ είμαι ο Κύριος.
14Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν εν τη ερήμω Σινά, λέγων,
15Απαρίθμησον τους υιούς Λευΐ κατά τους οίκους των πατέρων αυτών, κατά τας συγγενείας αυτών· παν αρσενικόν από ενός μηνός και επάνω θέλεις απαριθμήσει αυτούς.
16Και απηρίθμησεν αυτούς ο Μωϋσής, κατά τον λόγον του Κυρίου, ως προσετάχθη.
17Ήσαν δε ούτοι οι υιοί Λευΐ κατά τα ονόματα αυτών· Γηρσών, και Καάθ, και Μεραρί.
18Και ταύτα ήσαν τα ονόματα των υιών Γηρσών, κατά τας συγγενείας αυτών· Λιβνί, και Σεμεΐ.
19Και οι υιοί Καάθ, κατά τας συγγενείας αυτών, Αμράμ, και Ισαάρ, Χεβρών, και Οζιήλ.
20Και οι υιοί Μεραρί, κατά τας συγγενείας αυτών, Μααλί, και Μουσί. Αύται είναι αι συγγένειαι των Λευϊτών, κατά τους οίκους των πατέρων αυτών.
21Εκ του Γηρσών ήτο η συγγένεια του Λιβνί, και η συγγένεια του Σεμεΐ· αύται είναι αι συγγένειαι των Γηρσωνιτών.
22Οι απαριθμηθέντες αυτών κατά τον αριθμόν πάντων των αρσενικών από ενός μηνός και επάνω, οι απαριθμηθέντες αυτών ήσαν επτά χιλιάδες και πεντακόσιοι.
23Αι συγγένειαι των Γηρσωνιτών θέλουσι στρατοπεδεύει όπισθεν της σκηνής προς δυσμάς.
24Και ο άρχων του πατρικού οίκου των Γηρσωνιτών θέλει είσθαι Ελιασάφ ο υιός του Λαήλ.
25Και η φυλακή των υιών Γηρσών εν τη σκηνή του μαρτυρίου θέλει είσθαι η σκηνή και η σκέπη το κάλυμμα αυτής και το καταπέτασμα της θύρας της σκηνής του μαρτυρίου,
26και τα παραπετάσματα της αυλής και το καταπέτασμα της θύρας της αυλής, τα οποία είναι διά την σκηνήν και διά το θυσιαστήριον κύκλω, και τα σχοινία αυτής διά πάσας τας υπηρεσίας αυτών.
27Και εκ του Καάθ ήτο η συγγένεια των Αμραμιτών και η συγγένεια των Ισααριτών και η συγγένεια των Χεβρωνιτών και η συγγένεια των Οζιηλιτών· αύται είναι αι συγγένειαι των Κααθιτών.
28Πάντα τα αρσενικά, από ενός μηνός και επάνω ήσαν κατά τον αριθμόν οκτώ χιλιάδες και εξακόσιοι, οίτινες εφύλαττον τας φυλακάς του αγιαστηρίου.
29Αι συγγένειαι των υιών Καάθ θέλουσι στρατοπεδεύει εις τα πλάγια της σκηνής προς μεσημβρίαν.
30Και ο άρχων του πατρικού οίκου των συγγενειών των Κααθιτών θέλει είσθαι Ελισαφάν ο υιός του Οζιήλ.
31Και η φυλακή αυτών θέλει είσθαι η κιβωτός, και η τράπεζα, και η λυχνία, και τα θυσιαστήρια, και τα σκεύη του αγιαστηρίου διά των οποίων λειτουργούσι, και το καταπέτασμα και πάντα τα προς υπηρεσίαν αυτών.
32Και Ελεάζαρ ο υιός Ααρών του ιερέως θέλει είσθαι αρχηγός επί των αρχηγών των Λευϊτών, έχων την επιστασίαν των φυλαττόντων τας φυλακάς του αγιαστηρίου.
33Εκ του Μεραρί ήτο η συγγένεια των Μααλιτών και η συγγένεια των Μουσιτών· αύται είναι αι συγγένειαι του Μεραρί.
34Και οι απαριθμηθέντες αυτών κατά τον αριθμόν πάντων των αρσενικών από ενός μηνός και επάνω ήσαν εξ χιλιάδες και διακόσιοι.
35Και ο άρχων του πατρικού οίκου των συγγενειών του Μεραρί ήτο Σουρήλ ο υιός του Αβιχαίλ· ούτοι θέλουσι στρατοπεδεύει εις τα πλάγια της σκηνής προς βορράν.
36Και υπό την επιστασίαν της φυλακής των υιών Μεραρί θέλουσιν είσθαι αι σανίδες της σκηνής και οι μοχλοί αυτής και οι στύλοι αυτής και τα υποβάσια αυτής, και πάντα τα σκεύη αυτής, και πάντα τα προς υπηρεσίαν αυτής·
37και οι στύλοι της αυλής κύκλω και τα υποβάσια αυτών και οι πάσσαλοι αυτών, και τα σχοινία αυτών.
38Οι δε στρατοπεδεύοντες κατά πρόσωπον της σκηνής προς ανατολάς, κατέναντι της σκηνής του μαρτυρίου κατά ανατολάς, θέλουσιν είσθαι Μωϋσής και Ααρών και οι υιοί αυτού, φυλάττοντες τας φυλακάς του αγιαστηρίου αντί των φυλακών των υιών Ισραήλ· και όστις ξένος πλησιάση θέλει θανατόνεσθαι.
39Πάντες οι απαριθμηθέντες των Λευϊτών, τους οποίους απηρίθμησεν ο Μωϋσής και ο Ααρών διά προσταγής του Κυρίου κατά τας συγγενείας αυτών, πάντα τα αρσενικά από ενός μηνός και επάνω, ήσαν είκοσι δύο χιλιάδες.
40Και είπε Κύριος προς τον Μωϋσήν, Απαρίθμησον πάντα τα πρωτότοκα αρσενικά των υιών Ισραήλ, από ενός μηνός και επάνω, και λάβε τον αριθμόν των ονομάτων αυτών.
41Και θέλεις λάβει τους Λευΐτας διά εμέ, εγώ είμαι ο Κύριος αντί πάντων των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ· και τα κτήνη των Λευϊτών αντί πάντων των πρωτοτόκων των κτηνών των υιών Ισραήλ.
42Και απηρίθμησεν ο Μωϋσής, καθώς προσέταξεν εις αυτόν ο Κύριος, πάντα τα πρωτότοκα των υιών Ισραήλ.
43Και πάντα τα πρωτότοκα αρσενικά απαριθμηθέντα κατ' όνομα από ενός μηνός και επάνω, κατά την απαρίθμησιν αυτών ήσαν είκοσι δύο χιλιάδες διακόσια εβδομήκοντα τρία.
44Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν, λέγων,
45Λάβε τους Λευΐτας αντί πάντων των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ και τα κτήνη των Λευϊτών αντί των κτηνών αυτών· και οι Λευΐται θέλουσιν είσθαι εμού. Εγώ είμαι ο Κύριος.
46Και διά εξαγοράν των διακοσίων εβδομήκοντα τριών εκ των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ, οίτινες υπερβαίνουσι τον αριθμόν των Λευϊτών,
47θέλεις λάβει ανά πέντε σίκλους κατά κεφαλήν, κατά τον σίκλον τον άγιον θέλεις λάβει αυτούς· ο σίκλος είναι είκοσι γερά·
48και θέλεις δώσει το αργύριον της εξαγοράς του περισσεύοντος αριθμού αυτών εις τον Ααρών και εις τους υιούς αυτού.
49Και έλαβεν ο Μωϋσής το αργύριον της εξαγοράς των υπερβαινόντων τον αριθμόν των εξαγορασθέντων εις ανταλλαγήν των Λευϊτών·
50παρά των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ έλαβε το αργύριον, χιλίους τριακοσίους εξήκοντα πέντε σίκλους, κατά τον σίκλον τον άγιον·
51και έδωκεν ο Μωϋσής το αργύριον της εξαγοράς των υπερβαινόντων εις τον Ααρών και εις τους υιούς αυτού, κατά τον λόγον του Κυρίου, καθώς προσέταξε Κύριος εις τον Μωϋσήν.