9 And when he had opened the fifth seal, I saw under the altar the souls of them that were slain for the word of God, and for the testimony which they held:
10 And they cried with a loud voice, saying, How long, O Lord, holy and true, dost thou not judge and avenge our blood on them that dwell on the earth?
11 And white robes were given unto every one of them; and it was said unto them, that they should rest yet for a little season, until their fellowservants also and their brethren, that should be killed as they were, should be fulfilled.
1«Ωιδή Ψαλμού διά τους υιούς Κορέ.» Μέγας ο Κύριος και αινετός σφόδρα εν τη πόλει του Θεού ημών, τω όρει της αγιότητος αυτού.
2Ωραίον την θέσιν, χαρά πάσης της γης, είναι το όρος Σιών, προς τα πλάγια του βορρά· η πόλις του Βασιλέως του μεγάλου·
3ο Θεός εν τοις παλατίοις αυτής γνωρίζεται ως προπύργιον.
4Διότι, ιδού, οι βασιλείς συνήχθησαν· διήλθον ομού.
5Αυτοί, ως είδον, εθαύμασαν· εταράχθησαν και μετά σπουδής έφυγον.
6Τρόμος συνέλαβεν αυτούς εκεί· πόνοι ως τικτούσης.
7Δι' ανέμου ανατολικού συντρίβεις τα πλοία της Θαρσείς.
8Καθώς ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν εν τη πόλει του Κυρίου των δυνάμεων, εν τη πόλει του Θεού ημών· ο Θεός θέλει θεμελιώσει αυτήν εις τον αιώνα. Διάψαλμα.
9Μελετώμεν, Θεέ, το έλεός σου εν μέσω του ναού σου.
10Κατά το όνομά σου, Θεέ, ούτω και η αίνεσίς σου είναι έως των περάτων της γής· η δεξιά σου είναι πλήρης δικαιοσύνης.
11Ας ευφραίνεται το όρος Σιών, ας αγάλλωνται αι θυγατέρες του Ιούδα διά τας κρίσεις σου.
12Κυκλώσατε την Σιών και περιέλθετε αυτήν· αριθμήσατε τους πύργους αυτής.
13Θέσατε την προσοχήν σας εις τα περιτειχίσματα αυτής· περιεργάσθητε τα παλάτια αυτής· διά να διηγήσθε εις γενεάν μεταγενεστέραν·
14Διότι ούτος ο Θεός είναι ο Θεός ημών εις τον αιώνα του αιώνος· αυτός θέλει οδηγεί ημάς μέχρι θανάτου.